Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2013

Στόχος 20-20-20 για το 2020 – Πρόταση Δράσης για το ΤΕΕ



ΤΟΥ ΜΙΝΟΥ ΜΑΙΣΤΡΟΥ

Θέλω να αναφερθώ σε ένα θέμα για το οποίο, αν και κατά τη γνώμη μου είναι ήδη αργά, έστω και τώρα (πριν να είναι «πολύ αργά»), πρέπει να είμαστε όλοι ενημερωμένοι και με τεκμηριωμένη άποψη για μερικά θέματα που μας αφορούν, δηλαδή αφ’ ενός όλο τον Τεχνικό κόσμο και αφ’ ετέρου το ΤΕΕ ως Τεχνικό Σύμβουλο του Κράτους. Πρόκειται για το θέμα της ενεργειακής πολιτικής στην Χώρα μας.
Ας θυμηθούμε τη συνθήκη του Kyoto. Οι απορρέουσες από τη συγκεκριμένη συνθήκη υποχρεώσεις, οδήγησαν την Ευρωπαϊκή Ένωση σε ένα πλαίσιο Ενεργειακής Πολιτικής, εφαρμόζοντας αυστηρότερα κριτήρια και δεσμεύσεις από αυτά που υπέγραψαν τα μέλη της, στη συνθήκη του Kyoto.
Εάν κάνουμε μια αναδρομή στις πράξεις της Ελλάδας για το θέμα αυτό, από την εποχή της συνθήκης του Kyoto μέχρι σήμερα, θα δούμε ότι έχοντας καθυστερήσει στην λήψη πολλών αποφάσεων ή την υλοποίηση ενεργειών για μεγάλο χρονικό διάστημα, στο τέλος τίθενται σε εφαρμογή, νόμοι και διατάξεις με καταιγιστικό ρυθμό. Για μια φορά ακόμα λειτουργούμε με τον κλασσικό ελληνικό ρυθμό που έχει το «συρτάκι» (στην αρχή αργά και μετά με γρήγορους ρυθμούς).
Ας πάμε όμως, στο τι ισχύει σήμερα, που η εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Ενεργειακής Πολιτικής, για το σύνολο των Κρατών-Μελών της Ε.Ε., προβλέπει ένα σύνολο στόχων, το περίφημο 20-20-20 για το 2020. Δηλαδή:
·         20% μείωση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου σε σχέση με τα επίπεδα του 1990 σύμφωνα με την Οδηγία 2009/29/ΕΚ,
·         20% διείσδυση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας σύμφωνα με την Οδηγία 2009/28/ΕΚ και
·         20% εξοικονόμηση πρωτογενούς ενέργειας. 

Για την υλοποίηση αυτών των στόχων στη Χώρα μας, έχουν εκδοθεί Νόμοι και Προεδριακά Διατάγματα που διέπουν τις αντίστοιχες απαιτούμενες ενέργειες.
Ο πρώτος στόχος που αφορά τις εκπομπές αερίων ρύπων του θερμοκηπίου, ειδικά για την Ελλάδα, έχει οριστεί ως μείωση κατά 4% (στους τομείς εκτός εμπορίας) σε σχέση με τα επίπεδα του 2005.
Ο δεύτερος στόχος, ενώ αρχικά είχε οριστεί (από την ΕΕ) σε 18% διείσδυση των ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση, με το Νόμο 3851/2010 ορίστηκε η αύξηση του εθνικού στόχου συμμετοχής των ΑΠΕ στην τελική κατανάλωση ενέργειας στο 20%. Αυτό εξειδικεύεται σε:
·         40 % συμμετοχή των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή,
·         20 % σε ανάγκες θέρμανσης-ψύξης και
·         10 % στις μεταφορές.
Ο τρίτος στόχος, του 20% που έχει τεθεί συνολικά για την Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν έχει εξειδικευθεί ανά Κράτος-Μέλος. Η Ελλάδα με τον Νόμο 3855/2012, στοχεύει σε εξοικονόμηση της ενέργειας 9% στην τελική κατανάλωση μέχρι το 2016 σε σχέση με τα επίπεδα του 2008, με βάση την Οδηγία 2006/32/ΕΚ.
Όλο αυτό το θεσμικό πλαίσιο είναι μια «καλή αρχή».  Δεν αρκεί όμως…  Ήδη γεννώνται πολλά ερωτήματα… όπως: πότε, πώς και τι έχει εφαρμοστεί από τους προγραμματικούς στόχους και τις νομοθετικές ρυθμίσεις, πώς και τι έχει καταλάβει ο τελικός χρήστης, … ποιος είναι ο ρόλος που έχουν οι μηχανικοί σε όλα αυτά, με άλλα λόγια πια είναι η αποτελεσματικότητα στην εφαρμογή αυτής της δημόσιας πολιτικής.
Ένα ενδεικτικό παράδειγμα, είναι ο ΚΕνΑΚ, που αφορά τον τρίτο στόχο. Ποια είναι η κατάσταση και τα αποτελέσματα της μέχρι τώρα εφαρμογής του; Και μη ξεχνάμε και οφείλουμε να υπογραμμίζουμε την πολυετή υπερπροσπάθεια που έκανε το ΤΕΕ για να μπει ο ΚΕνΑΚ σε εφαρμογή. Η απάντηση είναι ότι έτσι όπως εφαρμόστηκε ο ΚΕνΑΚ μοιάζει να είναι ένα «κενό γράμμα» και ο κόσμος λέει: «ακόμα ένα χαράτσι», αντί να έχει συνειδητοποιήσει τη θέση που του αναλογεί. Δεν μπορούμε να πείσουμε (πια) κανέναν ότι είναι χρήσιμη και συμφέρουσα η εφαρμογή του (έστω κι έτσι όπως γίνεται).
Στη συνέχεια, τα στοιχεία που συλλέγονται στις Βάσεις Δεδομένων του ΥΠΕΚΑ είναι ανακριβή και εν πολλοίς παραπειστικά, ενώ κανένας δεν ξέρει πιο είναι το επόμενο βήμα. Ποια θα είναι η πολιτική που θα ακολουθηθεί.
Δεν επεκτείνομαι σε άλλες αναλύσεις διότι τα πολλά λόγια είναι περιττά. Χρειάζονται Έργα.
Ομολογουμένως, όμως, είναι πολύ δύσκολο να καλούμαστε καθημερινά να αντιμετωπίσουμε το βασικό θέμα της διαβίωσης. Δεν μένει καθόλου ενέργεια και διάθεση για οτιδήποτε άλλο...
Έτσι, καταλήγουμε να αντιμετωπίζουμε το «τώρα» με πυροσβεστικό και εν πολλοίς άτακτο τρόπο, τρέχοντας πίσω από τις όποιες εξελίξεις, πράγμα που είναι μια συνηθισμένη πρακτική στην Ελληνική κοινωνική, πολιτική και οικονομική ζωή. Καθημερινά διαχειριζόμαστε από μία «κρίση», μικρή ή μεγάλη δεν έχει σημασία, δηλαδή συνεχώς διαχειριζόμαστε κρίσεις. Είναι το «Ελληνικό μοντέλο διαχείρισης» ... Επειδή μάθαμε στο «crisis management», εκτιμώ ότι συνειδητά οδηγούμε τα πράγματα σε «management by crisis».
Από την άλλη πλευρά, βλέπουμε τους λαούς που ευημερούν,  να εφαρμόζουν συνεχώς τα βραχυπρόθεσμα και μέσο–μακροπρόθεσμα προγράμματά τους, μέσω των οποίων βλέπουν να υλοποιούνται βήμα-βήμα τα οράματά τους. Ξέρουν από πριν τι θα αντιμετωπίσουν και διαχειρίζονται τις εναλλακτικές ή διορθωτικές λύσεις που έχουν προβλέψει.
Εδώ λοιπόν χρειάζεται μια υπέρβαση. Μέσα στις τρέχουσες οικονομικές συνθήκες πρέπει να μιλήσουμε για το αύριο, οφείλουμε να σταματήσουμε την πυροσβεστική διαχείριση των θεμάτων που μας αφορούν, να προβλέψουμε εναλλακτικές ή/και διορθωτικές λύσεις. Το «εργαλείο» του προγραμματισμού το ξέρουμε.
Προτείνω λοιπόν, ο Τεχνικός Σύμβουλος του Κράτους, το ΤΕΕ, μπορεί (και πρέπει) να κάνει μια αξιολόγηση και αποτύπωση όλης της κατάστασης της Ενεργειακής πολιτικής της Χώρας, απ’ όπου θα προκύψουν τα μέτρα βελτίωσης, ενδεχομένως συμπληρώσεις των ρυθμίσεων, εναλλακτικές λύσεις κλπ. Έτσι όπως κάνουν όλες οι σύγχρονες διοικητικές-διαχειριστικές δομές, όπου υπάρχει ο «έλεγχος και η αξιολόγηση» (χωρίς ιδεοληψίες, συντεχνιακές λογικές, καιροσκοπισμούς και άτυπες κρατικές υπηρεσίες), να μπορέσουμε να συνθέσουμε τεκμηριωμένες προτάσεις-στόχους, σύντομα και έγκαιρα, ώστε να δούμε και ποιοτικά καλύτερα αποτελέσματα.
Και (ποιός ξέρει;) μπορεί να αποτελέσει δείγμα γραφής και για παραπέρα…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου